ααγης

ααγης
    ἀαγής
    ἀ-ᾱγής
    2
    несокрушимый, твердый, крепкий
    

(ῥόπαλον Hom.; δίφρος Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ααγης" в других словарях:

  • ααγής — ἀαγής, ές (Α) [ἄγνυμι] άθραυστος, σκληρός …   Dictionary of Greek

  • ἀαγής — ἀᾱγής , ἀαγής unbroken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀαγεῖς — ἀᾱγεῖς , ἀαγής unbroken masc/fem acc pl ἀᾱγεῖς , ἀαγής unbroken masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀαγές — ἀᾱγές , ἀαγής unbroken masc/fem voc sg ἀᾱγές , ἀαγής unbroken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ἀαγέες — ἀᾱγέες , ἀαγής unbroken masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»